-
1 Epidemic
subs.Plague: P. and V. νόσος, ἡ, νόσημα, τό, λοιμός, ὁ.met., bad habit: use P. τὸ κακόηθες (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Epidemic
См. также в других словарях:
κακοῆθες — κακοήθης ill disposed masc/fem voc sg κακοήθης ill disposed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόηθες — κακοήθης ill disposed masc/fem voc sg κακοήθης ill disposed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοήθης, -ης, κακόηθες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει κακό ήθος, ανήθικος, φαύλος, αυτός που γίνεται όχι σύμφωνα με τον ηθικό νόμο: Αυτό αποτελεί κακοήθη συκοφαντία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
κακοελκής — και κακελκής, ές (Α) αυτός που πάσχει από κακόηθες έλκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ελκής (< ἕλκος), πρβλ. ισο ελκής, πολυ ελκής] … Dictionary of Greek
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
κυλίνδρωμα — το ιατρ. καλοήθες ή κακόηθες επιθηλιακό νεόπλασμα, ανάλογα με την εντόπιση του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cylindrome < cylindr(o) (< λατ. cylindrus < κύλινδρος) + κατάλ. ome. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πέτρινη] … Dictionary of Greek
μαυροτήγανο — το (Μ μαυροτήγανον) κακόηθες έλκος ή μελάνωμα, κακό σπυρί νεοελλ. 1. τηγάνι που είναι μαύρο από τον καπνό 2. (χλευαστικά) μελαχρινός … Dictionary of Greek
μελανοκαρκίνωμα — το ιατρ. το κακόηθες μελάνωμα … Dictionary of Greek
μελανοσάρκωμα — το ιατρ. το κακόηθες μελάνωμα, το μελανοκαρκίνωμα … Dictionary of Greek